Από τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, οι γονείς βάζουν συνεχώς όρια γύρω από το παιδί τους για να το προστατέψουν, χωρίς να κάνουν δεύτερη σκέψη για αυτό. Είναι αυτονόητο. Περιορίζουν τον εξωτερικό κόσμο για να μην εισχωρήσει στον κόσμο του παιδιού περισσότερο από όσο θεωρούν σωστό και αναγκαίο για την εξασφάλιση της σωματικής και ψυχικής ασφάλειάς του. Οριοθετούν το χώρο του και το προστατεύουν από το κρύο και τη ζέστη και γενικότερα από καταστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για το παιδί. Βάζουν όμως και όρια στον εσωτερικό του κόσμο, φροντίζοντας να μην πεινάσει ή διψάσει και να είναι καθαρό.
Συνήθως οι γονείς δεν συνειδητοποιούν ότι βάζουν όρια από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο το παιδί τους και για όσο διάστημα είναι παθητικό και δεν αμφισβητεί τα όρια αυτά.
Όσο μεγαλώνει το παιδί όμως, αρχίζει σιγά – σιγά τα αμφισβητεί γιατί τα «θέλω» του έρχονται σε σύγκρουση με τα «μπορώ» του και τα «θέλω» των γονέων του. Τότε πολλοί γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια στο παιδί τους ή να βάλουν όρια και να είναι σταθεροί στην τήρησή τους. Μεγαλώνοντας, το παιδί διεκδικεί όλο και περισσότερο να ορίζει και να κατευθύνει τη ζωή του, να δοκιμάζει καινούργιες καταστάσεις και να βιώνει δικές του εμπειρίες χωρίς την καθοδήγηση των γονέων πράγμα το οποίο φτάνει στον πιο έντονο βαθμό του κατά την περίοδο της εφηβείας. Πολλοί γονείς νιώθουν ανασφάλεια για το πόσο στενά πρέπει να είναι τα όρια που θα θέσουν στο παιδί τους, πόσο πρέπει να υποχωρήσουν και πότε πρέπει να αφήσουν το παιδί τους να κάνει τα δικά του βήματα.
Σε τι χρησιμεύουν τα όρια στη διαπαιδαγώγηση;
Τα όρια είναι εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να «χτίσουμε» σχέσεις συνεργασίας, για να γνωστοποιούμε στα παιδιά τι θέλουμε καθώς επίσης και τι εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν προκειμένου να μπορέσουν να πάρουν αυτό που θέλουν. Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς είναι αυτό που βοηθά το παιδί να κατανοήσει τους κανόνες και τις προσδοκίες των γονέων του επομένως σχετίζεται με τη διδασκαλία και όχι με τη τιμωρία.
Τι αντίκτυπο έχουν τα όρια που βάζουν οι γονείς στα παιδιά;
• Τα παιδιά αισθάνονται ανασφάλεια και για να νιώσουν ασφαλή, θέλουν να ξέρουν ότι βρίσκονται υπό την προστασία και την καθοδήγηση των γονέων του. Με τη θέσπιση ορίων μέσα σε ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο καλλιεργείται η υπευθυνότητα του παιδιού, τα παιδιά θα μπορέσουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να πειραματιστούν, έχοντας τους γονείς ως σημείο αναφοράς, ώστε αργότερα να αυτονομηθούν, να νιώθουν ικανά να επιλύουν προβλήματα και να έχουν τον έλεγχο του εαυτού τους. Τα όρια μπορεί να είναι περιορισμοί που εξοργίζουν κάποιες φορές το παιδί, αλλά παράλληλα λειτουργούν σαν πύλες που πίσω τους νιώθει ασφαλές.
• Τα όρια αφήνουν περιθώρια στο παιδί να αλλάξει τη συμπεριφορά του έτσι ώστε να καταφέρει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και επικεντρώνονται στο να δημιουργούν και να προσφέρουν πιο εποικοδομητικές επιλογές. Σε αντίθεση με αυτό, οι τιμωρίες και οι απειλές επικεντρώνονται στην αρνητική συμπεριφορά και αποσκοπούν στην διακοπή της, χωρίς να δείχνουν στο παιδί μια εναλλακτική επιλογή η οποία θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
• Άπειρες μελέτες έχουν δείξει, ότι τα παιδιά στα οποία οι γονείς θέτουν σταθερά όρια που δεν περιορίζουν τις ευκαιρίες για πειραματισμό και επιτρέπουν την αυθόρμητη έκφραση, έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, είναι ανεξάρτητα και υπεύθυνα.
• Το παιδί, ναι μεν δοκιμάζει τα όρια, όχι όμως για να προκαλέσει τους γονείς ή να «περάσει το δικό του», αλλά γιατί η παρόρμησή του να ξεπεράσει το όριο είναι δυνατή και θέλει να εξετάσει κατά πόσο το όριο εξακολουθεί να ισχύει.
Ποιες είναι οι συνέπειες στην οικογένεια και στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της, όταν οι γονείς οριοθετούν τα παιδιά τους;
• Όταν οι γονείς βάζουν σταθερά όρια στα παιδιά τους και τα παιδιά ξέρουν τι επιτρέπεται κάτω από ποιες συνθήκες και τι απαγορεύεται, μακροπρόθεσμα μειώνονται κατά πολύ οι διαμάχες μεταξύ γονέα και παιδιού και ελαχιστοποιούνται εκδηλώσεις δυσπροσάρμοστης συμπεριφοράς (γκρίνιες, εκρήξεις θυμού) του παιδιού. Αυτό συμβαίνει διότι το παιδί δεν θα κάνει κάτι που ξέρει ότι δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ξέρει δηλαδή ότι όσο και να «γκρινιάζει», δεν θα πάρει την σοκολάτα που θέλει και ξέρει και το γιατί. Μια συμπεριφορά που επανειλημμένα δεν είχε θετικό αποτέλεσμα στο παρελθόν (με την γκρίνια δεν πήρε τη σοκολάτα) μακροπρόθεσμα δεν θα επαναληφθεί. Κατά καιρούς βέβαια θα γίνονται «δοκιμές» γιατί το παιδί θα εξετάζει αν εξακολουθεί να ισχύει το όριο αυτό.
• Όταν υπάρχουν ξεκάθαρα όρια στην οικογένεια, μειώνεται και η πιθανότητα συναισθηματικού ξεσπάσματος θυμού η απογοήτευσης των γονέων γιατί λειτουργούν συνειδητά ανάλογα με τα όρια που έχουν βάλει και έτσι προλαβαίνουν κατά πολύ συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις.
• Η κατάλληλη οριοθέτηση επιτρέπει τις θετικές και τις αρνητικές επιπτώσεις να υπάρχουν σε ένα μη τιμωριτικό περιβάλλον γιατί οι αρνητικές συνέπειες είναι απλά η απουσία των θετικών επιπτώσεων μιας επιλογής που έκανε το παιδί. Έτσι π.χ. αν δεν κάνει την εργασία του, δεν θα πάει βόλτα.
• Γενικά, σε μια πετυχημένη οριοθέτηση, όλοι είναι κερδισμένοι („win-win”) γιατί οι γονείς έχουν περάσει στο παιδί κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να έχει αυτό που θέλει και έτσι υπάρχει μέσα σε ένα κλίμα σεβασμού μια ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες των γονέων και τις ανάγκες του παιδιού. Επίσης μαθαίνουν όλα τα μέλη της οικογένειας να βλέπουν μια κατάσταση από την οπτική γωνία του άλλου. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μια ευελιξία σκέψης και μακροπρόθεσμα σε μια πιο σφαιρική αντίληψη.
Ποιες είναι οι συνέπειες για το παιδί αν δεν υπάρχουν όρια στην οικογένεια;
• Τα παιδιά που τους επιτρέπεται να κάνουν τα πάντα σε οποιαδήποτε στιγμή, δεν μαθαίνουν υποχώρηση, εκτίμηση, συμβιβασμό, αλλά και σεβασμό προς τον άλλο. Όταν θα βρίσκονται με άλλα παιδιά, δε θα ξέρουν πώς να μοιράζονται ούτε και να παίζουν μαζί τους επί ίσοις όροις. Έτσι, το παιδί δεν αποκτά τις ικανότητες που θα του επιτρέψουν να βρίσκεται με άλλους αν αυτοί δεν έχουν αποκλειστικό τους σκοπό την ικανοποίηση των δικών του αναγκών.
• Ένα παιδί που δεν γνωρίζει όρια και δεν μαθαίνει να τα τηρεί είναι ανασφαλές, αποπροσανατολίζεται εύκολα από κάθε είδος ερεθίσματος, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στους στόχους του και βιώνει συχνά την απόρριψη και τις συνεχείς αποτυχίες.
• Τα περισσότερα παιδιά που δεν έχουν ακούσει το «όχι» από τους γονείς τους δυσκολεύονται επίσης να κάνουν πραγματικούς φίλους, γιατί περιμένουν από τους άλλους να ικανοποιούν τις ανάγκες τους και επιπλέον δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν οτιδήποτε έχουν, γιατί το θεωρούν δεδομένο.
• Μια άλλη αρνητική συνέπεια απουσίας ορίων στην οικογένεια αποτελεί το γεγονός ότι αν στο σπίτι δεν υπάρχουν σαφή όρια και κανόνες, το παιδί δύσκολα δέχεται τη ύπαρξή τους στο σχολείο και στην κοινωνία.
• Όταν οι γονείς δεν βάζουν όρια στο παιδί τους, το εμποδίζουν να γίνει ανεξάρτητο και υπεύθυνο και παράλληλα καλλιεργούν την αίσθηση της παντοδύναμης η οποία το οδηγεί μακροπρόθεσμα σε πολλές απογοητεύσεις στον κόσμο έξω από την οικογένεια που δεν θα μπορεί να τις χειριστεί, καθώς πάντα θα τις χειρίζονταν άλλοι αντί γι’ αυτό.
Ποιες επιπτώσεις έχει η έλλειψη ορίων στους γονείς;
• Όταν οι γονείς δεν βάζουν όρια στα παιδιά τους και τα αφήνουν να κάνουν ό,τι θέλουν και όποτε θέλουν ή βάζουν όρια τα οποία δεν είναι σταθερά, αυξάνεται σταδιακά η έντασή τους και η συναισθηματική φόρτισή τους και συνεπώς κινδυνεύουν να πέφτουν σε παρορμητικές, υπερβολικές και δυσανάλογες τιμωρίες.
• Επίσης αυξάνεται σταδιακά όλο και περισσότερο η ανεκτικότητά τους και δέχονται όλο και πιο πολύ τις παραβάσεις ορίων ή τις ακατάλληλες απαιτήσεις του παιδιού τους.
• Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να κινδυνεύουν να χρησιμοποιούν συναισθηματικού τύπου απειλές («η μαμά θα πεθάνει») για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις οι οποίες έχουν φύγει από τον έλεγχό τους.
Πώς πρέπει να βάλουμε τα όρια;
Οι γονείς πρέπει:
• Για να μπορεί ο γονέας να είναι σταθερός, θα πρέπει να είναι ο ίδιος σίγουρος ότι αυτό που κάνει είναι το σωστό. Διαφορετικά, δεν έχει αρκετή πειθώ και το μήνυμα που λαμβάνει το παιδί είναι συγκεχυμένο.
• Οι γονείς πρέπει να λειτουργούν ως ομάδα για να αποφύγουν το «παιχνίδι του καλού και του κακού» έχοντας κοινή τακτική στη συμπεριφορά τους και να μην επιτρέπουν στο παιδί να χειρίζεται τον έναν για να πετύχει αυτό που θέλει και να κάνει τον άλλον να μοιάζει «κακός». Με σταθερότητα στην κοινή απόφαση και την κοινή αντιμετώπιση δείχνουν και στα παιδιά ότι ενδιαφέρονται και οι δύο το ίδιο και ότι έχουν την ίδια γνώμη, πείθοντας ευκολότερα τα παιδιά να προβληματιστούν με το περιεχόμενο της κατάστασης που έχει προκύψει και όχι με το ποιον θα πάρουν με το μέρος τους. Με αυτή την τακτική, οι γονείς αποτελούν ταυτόχρονα πρότυπο για σχέσεις συνεργασίας και όχι αντιπαλότητας, μυστικών και συμμαχιών μέσα στην οικογένεια για τα παιδιά τους.
Τα «καλά» όρια χαρακτηρίζονται από:
• Σταθερότητα
• Τα όρια πρέπει να είναι σταθερά και να τηρούνται πάντα αλλιώς, τα παιδιά δεν συνδέουν τις πράξεις τους με τις συνέπειες και τις ευθύνες που απορρέουν από αυτές, αλλά με τη διάθεση και τη δυσθυμία των γονέων. Θέτοντας σταθερά όρια στο παιδί, οι γονείς καλλιεργούν μακροπρόθεσμα ασφάλεια και σιγουριά σε πρώτη φάση σε σχέση με τους γονείς γιατί μαθαίνει ότι μπορεί να βασίζεται σε αυτούς. Μακροπρόθεσμα το παιδί υιοθετεί την υπευθυνότητα η οποία το καθιστά ικανό να θέτει τα δικά του όρια, να λαμβάνει αποφάσεις αυτόβουλα και γενικότερα να καθορίζει το ίδιο τον εαυτό του.
• Αν τα όρια δεν είναι σταθερά και το παιδί μαθαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί να τα παρακάμψει, οι γονείς κάνουν μελλοντικά την κάθε «προσπάθεια» θέσπισης ορίων πιο επώδυνη για τους ίδιους αλλά και για το παιδί τους. Αφού το παιδί έχει την εμπειρία ότι είναι μέσα στις δυνατότητές του να ξεπεράσει το όριο που έχουν βάλει οι γονείς του, αρκεί να ασκεί μεγάλη πίεση. Θα προσπαθήσει με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και επιμονή να το πετύχει και την επόμενη φορά. Για αυτό, οι γονείς δεν πρέπει να «προσπαθήσουν» να βάλουν όρια, αλλά να είναι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι να το κάνουν. Αυτή την εσωτερική στάση θα την περάσουν και στο παιδί τους το οποίο με τη σειρά του αποδέχεται το όριο πιο εύκολα.
• Ακόμα με την σταθερή θέσπιση κανόνων, οι γονείς δεν πρέπει να περιμένουν άμεσα την απόλυτη τήρησή τους από το παιδί. Το παιδί θα δοκιμάσει για αρκετό καιρό αν όντως ισχύει το όριο αυτό όπως θα δοκίμαζε αν είναι γερά και αντέχουν τα μεταφορικά « κάγκελα» που είναι οι γονείς στην «σκάλα ανάπτυξης» του παιδιού. Επίσης οι γονείς πρέπει να λάβουν υπ’ όψη τους ότι ένα παιδί δεν έχει την ίδια συναισθηματική ωριμότητα και την ίδια αναπτυγμένη λογική σκέψη όπως ένας ενήλικας αλλά και ούτε πολλές εμπειρίες ζωής. Το παιδί θα δοκιμάσει πολλές φορές να κάνει αυτό που το ικανοποιεί και θα προσπαθήσει άπειρες φορές να ξεπεράσει τα όρια που του έχουν βάλει οι γονείς του, γιατί λειτουργεί περισσότερο παρορμητικά και συναισθηματικά.
Ακόμα, στις πρώτες εφαρμογές των ορίων τα παιδιά πιθανότατα θα αντιδράσουν πιο έντονα από πριν – θα φωνάξουν , θα κλάψουν και θα επιστρατεύσουν κάθε άσχημο χειρισμό που έχουν στη διάθεσή τους εναντίον των γονέων και θα ξεστομίσουν λόγια τα οποία ξέρουν ότι πληγώνουν («Δεν σε αγαπώ καθόλου», «Θα πάω να βρω άλλη μαμά»). Βέβαια, δεν εννοούν τίποτα από αυτά που λένε, ούτε είναι σε ένα τέτοιο ξέσπασμα σε θέση να ακούσουν τους γονείς τους ή να συζητήσουν το θέμα. Για αυτό το λόγο θα ήταν καλό οι γονείς να αδιαφορήσουν για τη συμπεριφορά τους και να το συζητήσουν μόλις έχει ηρεμήσει η κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση το μόνο που θα πετύχουν οι γονείς είναι να παρατείνουν την ένταση γιατί η άμεση είσπραξη της προσοχής των γονέων του, λειτουργεί ως ισχυρή ενίσχυση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του παιδιού.
• Διαύγεια
• Τα όρια πρέπει να είναι ξεκάθαρα, συγκεκριμένα και να εκφράζονται με ευκρίνεια. Το παιδί πρέπει να ξέρει ακριβώς ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποια δεν είναι καθώς και πότε, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες, περιμένουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Οι γονείς πρέπει να εξηγήσουν το συγκεκριμένο όριο που θέτουν στο παιδί όταν έχουν καλή επαφή μαζί του και όχι τη στιγμή που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο θέμα. Πρέπει να είναι ήρεμοι ,να φροντίζουν να έχουν την προσοχή του παιδιού και να μην υπάρχει ένταση ή ερεθίσματα που μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του.
Παράδειγμα:
«Θα σου διαβάσω το παραμύθι αν έχεις βάλει τις πιτζάμες σου και έχεις πλύνει τα δόντια σου μέχρι τις οχτώ η ώρα. Μετά από αυτό δυστυχώς δεν μπορώ να σου διαβάσω το παραμύθι γιατί θα έχει έρθει η ώρα να κοιμηθείς.»
• Στη θέσπιση ορίων, οι γονείς πρέπει να συμπίπτουν τα μη λεκτικά με τα λεκτικά μηνύματα γιατί αλλιώς το παιδί παίρνει ένα «διπλό μήνυμα» που το συγχέει και που κάνει τη συνεργασία σας πιο δύσκολη. Διπλά μηνύματα λαμβάνει το παιδί όταν ο γονέας π.χ. εκφράσει κάποιο όριο με διστακτική φωνή, με ερωτηματικό ή μη σιγουριά, αν η στάση του σώματός του εκπέμπει ανασφάλεια ή αν δεν κοιτάζει το παιδί αλλά κάποιο άλλο άτομο για «συμπαράσταση».
• Όταν οι γονείς βάζουν όρια, πρέπει να τηρούν την αρχή του «εδώ και τώρα» χωρίς αναφορές στο παρελθόν και χωρίς προφητείες για το μέλλον, όπως π.χ. «Και στα προηγούμενα γενέθλια χτυπούσες τα παιδιά» ή «Πότε δεν θα το μάθεις αυτό».
• Όλοι βγαίνουν κερδισμένοι («win-win»)
• Τα όρια λαμβάνουν υπ΄ όψιν τους και σέβονται τις ανάγκες όλων των ατόμων που τα αφορούν. Οι γονείς πρέπει να έχουν ως αρχή να βρίσκουν λύσεις ώστε και οι ίδιοι αλλά και το παιδί να παίρνουν αυτό που θέλουν όπου αυτό είναι δυνατόν ή να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις.
Παράδειγμα:
Ο γονέας θα μπορούσε να επιτρέψει στο παιδί να χρησιμοποιήσει το στερεοφωνικό αφού του δείξει ότι ξέρει να το χειρίζεται σωστά και να συμφωνήσουν κάτω από ποιες συνθήκες (π.χ. σε παρουσία του γονέα) μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Η θέσπιση ορίου πρέπει να συμπεριλαμβάνει επίσης την γνωστοποίηση των συνεπών μη- τήρησής του ορίου, οι οποίες είναι συνήθως απλά η απουσία θετικών συνεπειών, όπως π.χ. η στέρηση του στερεοφωνικού.
• Πρόληψη
Τα όρια πρέπει να θέτονται ώστε να προλαμβάνουν προβλήματα και σε καταστάσεις πριν εμφανιστούν ή πριν χειροτερέψει κάποια κατάσταση.
Παράδειγμα:
«Τώρα που θα πάμε στο πάρτι του Γιωργάκη, περιμένω να ...... Αν θα ….. δυστυχώς θα πρέπει να φύγουμε από το πάρτι.»
• Είναι θετικά
Αποτελεσματικά όρια εκφράζονται με θετικό τρόπο και επικεντρώνονται σε θετικά αποτελέσματα. Εκφράζονται ως υποσχέσεις, προειδοποιήσεις και πληροφορίες και όχι ως απειλές.
Παράδειγμα:
«Αν μαζέψεις τα πράγματα στο δωμάτιό σου ως τις 7 η ώρα, θα έχουμε χρόνο να πάμε μια βόλτα στην πλατεία».
• Συνέπεια
Επιτρέπουμε μια θετική συνέπεια να συμβεί μόνο όταν το παιδί κάνει αυτό που έχουμε συμφωνήσει / ορίσει.
• Όρια ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, το στάδιο ανάπτυξής του και ανάλογα με το χαρακτήρα του
• Τα πολύ μικρά παιδιά (ως 2 ετών περίπου) δρουν κυρίως αυθόρμητα και συναισθηματικά. Δεν έχουν την γνωστική ωρίμανση να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των πράξεών τους, δεν μπορούν να δουν μια κατάσταση από την οπτική γωνία του άλλου και δεν μπορούν να αναθεωρήσουν τις πράξεις τους και να τις τροποποιήσουν όταν έλκονται από κάτι. Σε αυτή την ηλικία, σε μια «ήπια» ανεπιθύμητη συμπεριφορά του παιδιού (π.χ. ελαφρύ σπρώξιμο άλλου παιδιού) η πιο αποτελεσματική αντίδραση είναι η άμεση καθοδήγηση στην επιθυμητή λύση. Ήδη το άλλο παιδί έχει εκφράσει δυσφορία – κάτι που ένα παιδί καταλαβαίνει άμεσα. Αυτό που δεν του είναι κατανοητό είναι το γιατί αυτό το παιδί αντέδρασε κλαίγοντας- μιας και ο σκοπός ήταν η διασκέδαση. Ο γονέας καλό θα ήταν σε αυτή την περίπτωση, να δείξει στο παιδί πώς θα ήταν μια εναλλακτική, θετική συμπεριφορά, π.χ. να χαϊδέψει το άλλο παιδί αντί να το σπρώξει.
Σε επικίνδυνες συμπεριφορές (σκαρφάλωμα σε έπιπλα, δυνατό δάγκωμα εσκεμμένο) ο γονέας πρέπει να πάρει ένα σοβαρό ύφος, να εμποδίσει την επικίνδυνη συμπεριφορά ή να την διακόψει με αποφασιστικότητα, λέγοντας ένα σοβαρό «όχι» και στη συνέχεια να καθοδηγήσει το παιδί σε μια επιθυμητή συμπεριφορά που κατά προτίμηση είναι μια παραλλαγή της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς
• Σε παιδιά από 2 ετών η θέσπιση ορίων πρέπει να συνοδεύεται πάντα από μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους τίθενται. Από 2 1/2 ετών ένα παιδί έχει μεγαλύτερη αίσθηση των συνεπειών των πράξεών του και μαθαίνει να ελέγχει τη συμπεριφορά του, να δέχεται κανόνες, να εκφράζει με υγιή τρόπο τα συναισθήματά του, να είναι σε θέση να αποφύγει κινδύνους και γενικότερα να γίνεται υπεύθυνο.
• Όσο μεγαλώνει το παιδί, τα όρια πρέπει να προσαρμόζονται συνεχώς στο αναπτυξιακό του επίπεδο και να σχετίζονται με τις δυνατότητες που έχει αποκτήσει. Οι γονείς πρέπει να φροντίσουν να δημιουργήσουν όλο και μεγαλύτερα πλαίσια με τα όριά τους στα οποία να κάνει το παιδί επιλογές ανάλογα με την ηλικία του έτσι ώστε να είναι σε θέση στην εφηβεία να πάρει σωστές αποφάσεις και να κάνει επιλογές εποικοδομητικές για τη ζωή του.
• Τα όρια πρέπει να είναι λογικά και όχι υπερβολικά και δεν πρέπει να εμποδίζουν το παιδί στην ανάπτυξη του («όρια στα όρια»). Επίσης οι γονείς πρέπει να αναρωτηθούν αν το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ίσως μια ιδιοτροπία τους που πρέπει να αναθεωρήσουν.
• Όρια ανάλογα με την «σοβαρότητα» της κατάστασης
Οι γονείς καλούνται να οριοθετήσουν συμπεριφορές του παιδιού που διαφέρουν στην ένταση, στην σοβαρότητα και στον αντίκτυπο που έχουν στο περιβάλλον και στην εξέλιξή του. Κάποιες συμπεριφορές του παιδιού μπορεί να καταλήγουν σε επικίνδυνες καταστάσεις για το ίδιο το παιδί ή για άλλα άτομα. Άλλες αντιδράσεις μπορεί να φέρουν αναστάτωση μέσα στην οικογένεια και με άλλες μπορεί να διεκδικεί υπερβολικά δικαιώματα για την ηλικία του ή ένα δυσανάλογο ρόλο μέσα στο «σύστημα οικογένεια». Πρέπει λοιπόν οι γονείς να ιεραρχούν τα ζητήματα ανάλογα με την σοβαρότητά τους και τη λειτουργία της οικογένειας και να θέτουν τα όρια ανάλογα.
Αποτελεσματική μέθοδος στην θέσπιση ορίων : «Οι λογικές συνέπειες»
Σε ένα θετικό συναισθηματικό κλίμα δίνουμε, ανάλογα με την ηλικία και την συναισθηματική κατάσταση, στο παιδί επιλογές για να αποφασίσει, προειδοποιώντας το για τις λογικές συνέπειες που θα ακολουθήσουν και το αφήνουμε να υποστεί τις συνέπειες της επιλογής του για τη συγκεκριμένη μέρα.
Παράδειγμα: Σχολικές εργασίες
Το παιδί έχει την
«Επιλογή Α» = Κάνει τις σχολικές εργασίες του σε μια συγκεκριμένη ώρα.
Συνέπειες της επιλογής Α :
• Αναγνώριση και επιβράβευση από τους γονείς και από τους δασκάλους
• Αυτοεκτίμηση και αναγνώριση από τους συμμαθητές
• Ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι
Και την
«Επιλογή Β» = ΔΕΝ κάνει τις σχολικές του εργασίες στη συγκεκριμένη ώρα
Συνέπειες της επιλογής Β :
• Απουσία επιβράβευσης από τους γονείς και από τους δασκάλους
• Μειωμένη αυτοεκτίμηση και αναγνώριση από τους συμμαθητές
• Ενδεχομένως αποδοκιμασία από τους δασκάλους
• Επιπλέον εργασίες για την επόμενη μέρα
Το παιδί επιλέγει την επιλογή Α ή Β γνωρίζοντας τις συνέπειες της κάθε επιλογής. Σε αντίθεση με την τιμωρία το παιδί είναι υπεύθυνο για τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες που ακολουθούν και δεν είναι οι γονείς που του τις επιβάλλουν γιατί έχουν την «εξουσία».
Αποτέλεσμα είναι το παιδί να γίνεται υπεύθυνο αφού μαθαίνει να επιλέγει και να δέχεται τη σχέση πράξης και συνέπειας.
Προϋποθέσεις για την ορθή εφαρμογή της μεθόδου αυτής αποτελεί η θετική πρόθεση και όχι η εκδικητικότητα καθώς και η συνέπεια και η σταθερότητα στην εφαρμογή της. Οι συνέπειες πρέπει επίσης να σχετίζονται λογικά με τις πράξεις του παιδιού και να μη είναι άσχετες με αυτές.
Παρόλο της μεγάλης αποτελεσματικότητας της μεθόδου αυτής πολλοί γονείς δυσκολεύονται στην εφαρμογή της. Διακατέχονται από μια διάχυτη ανάγκη να «προστατεύουν» τα παιδιά τους από δυσάρεστες για αυτά συνέπειες των πράξεών τους. Έτσι π.χ. τα «κυνηγούν» για να κάνουν τις σχολικές τους εργασίες και τις κάνουν δικές τους υποχρεώσεις και όχι αυτές των παιδιών στην προσπάθειά τους να φανεί το παιδί τους καλός μαθητής και να μη υποστεί τις αρνητικές συνέπειες (π.χ. η παρατήρηση της δασκάλας) της επιλογής του. Μακροπρόθεσμα γίνονται «μάνατζερ» των παιδιών τους και τους στερούν το βίωμα της σχέσης πράξη – αποτέλεσμα με αποτέλεσμα να εμποδίζουν την ανάπτυξη της υπευθυνότητάς του και γενικότερα της αυτονόμησής τους.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να θέτουμε όρια;
Οι περισσότεροι γονείς παραδέχονται ότι είναι πολύ σημαντικό να θέτουν όρια, εντούτοις δυσκολεύονται να το κάνουν πράξη και μάλιστα με τρόπο σταθερό και αποτελεσματικό.
Οι λόγοι για τους οποίους οι γονείς δυσκολεύονται να βάλουν όρια είναι πολλοί και σύνθετοι και σχετίζονται με τον τρόπο που μεγάλωσαν οι ίδιοι, με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και με την ιδιοσυγκρασία τους. Παρακάτω ακολουθούν κάποιοι λόγοι για τους οποίους δυσκολεύονται οι περισσότεροι γονείς να θέτουν αποτελεσματικά όρια στα παιδιά τους:
• Όταν εργάζονται και οι δύο γονείς, αισθάνονται τύψεις και ενοχές λόγω της απουσίας τους από το σπίτι και το παιδί τους. Για αυτό το λόγο δυσκολεύονται να εφαρμόζουν όρια και κανόνες τις λιγοστές ώρες που βρίσκονται μαζί με το παιδί.
• Πολλοί γονείς έχουν συνδέσει λέξεις όπως «όρια» και «σταθερότητα» με κάτι «κακό». Θεωρούν ότι με το που θα αρνηθούν κάτι στο παιδί τους αυτό θα τους κρίνει άσχημα. Έχουν το άγχος να φαίνονται καλοί γονείς στο παιδί τους και , όσο κι αν είναι αντίθετο στο ρόλο τους, ζητούν την επιβράβευσή του, πολλές φορές χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν. Έτσι λειτουργούν με βάση το τι θα κάνει τους ίδιους να αισθανθούν καλά.
• Νιώθουν ότι με τα όρια δεν δίνουν χαρά στα παιδιά τους και νιώθουν ενοχές για αυτό.
• Άλλοι γονείς κάνουν όλα τα χατίρια στα παιδιά τους και δεν τους βάζουν όρια γιατί νιώθουν ότι οι δικοί τους γονείς δεν εκπλήρωναν τις επιθυμίες τους και δεν θέλουν να κάνουν το ίδιο στα παιδιά τους.
• Συμβαίνει επίσης για πολλούς γονείς μόνη επιβεβαίωση στη ζωή τους να είναι τα παιδιά τους. Όταν τα βλέπουν έστω και στιγμιαία χαρούμενα αισθάνονται σημαντικοί και νιώθουν ότι «κερδίζουν» τα παιδιά τους. Έτσι, η υποχώρησή τους γίνεται γιατί περιμένουν το αντάλλαγμα, που στο μυαλό τους ισοδυναμεί με ευγνωμοσύνη, αλλά και αίσθημα υποχρέωσης από τη μεριά των παιδιών. Δυστυχώς όμως, οι συνέπειες της παραπάνω στάσης των γονέων είναι εντελώς αντίθετες από τις αναμενόμενες. Τα παιδιά , ακριβώς επειδή έχουν μάθει ότι μετά από κάθε πίεση και ψυχολογικό εκβιασμό που θα ασκήσουν στους γονείς θα πετύχουν αυτό που θέλουν , θεωρούν τα πάντα δεδομένα. Έτσι, όχι μόνο δε δείχνουν ευγνωμοσύνη στους γονείς, αλλά αδυνατούν και να εκτιμήσουν αυτά που τους προσφέρουν.
• Πολλές φορές οι γονείς δεν «αντέχουν» να είναι σταθεροί και το να ενδίδουν εκείνη τη στιγμή είναι η πιο «εύκολη» λύση την οποία όμως μακροπρόθεσμα πληρώνουν πολύ ακριβά.
Η θέσπιση ορίων λοιπόν από τους γονείς, όσον αφορά τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους είναι πολύ σημαντική. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή, διότι αν δε γίνει με το σωστό τρόπο, στη σωστή στιγμή ή αν δοθούν λανθασμένα όρια ή ακόμη αν αυτά δεν τηρηθούν, τότε όχι μόνο δεν θα επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά θα υπάρξουν και αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στα ίδια τα παιδιά αλλά και γενικότερα στην οικογένεια.
Καρόλα Folle-Αλέπη
Ψυχολόγος - Παιδοψυχολόγος
Πτυχιούχος Ψυχολογίας - Πανεπιστημίου Marburg - Γερμανίας
Κέντρο Λογοθεραπείας, Συμβουλευτικής & Ειδικής Αγωγής "Ανάπτυξη"
www.logotherapeia-kalamata.gr
www.carola-alepi.gr
Επιμέλεια άρθρου υγείας: Συντακτική Ομάδα Υγείαonline
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου