Το διάβασμα δεν ήταν ποτέ το φόρτε των Ελλήνων. Προτιμούσαν άλλα «σπορ» όπως τα χαρτιά, το τάβλι, τους καφέδες, το ποδόσφαιρο, το κουτσομπολιό. Αλλά κάποιοι, μια μειοψηφία, αγαπούσε και την ανάγνωση, την τόσο ευγενή και χρήσιμη αυτή διασκέδαση. Μου φαίνεται, όμως, ότι σήμερα αυτή η μειοψηφία έχει συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο.
Για ποιο λόγο δεν διαβάζουν βιβλία τα σημερινά παιδιά; Ευρισκόμενα σε διαρκή παραζάλη, χωρίς έρεισμα, χωρίς στόχο, χωρίς ιδανικά άλλα πλην των σπουδών που τις επιλέγουν συνήθως με κριτήριο τον μισθό που υπόσχονται, καταφεύγουν σε φτωχιές, αποβλακωτικές αποδράσεις που παρέχουν προσωρινή και τοξική απόλαυση. Τα παιχνίδια στο κομπιούτερ, τα γραπτά μηνύματα, η τηλεόραση με τις χαζοσειρές της, είναι το αντίστοιχο του φαστ φουντ, του φαγητού που σου γεμίζει το στομάχι χωρίς να σου προσφέρει τίποτα θρεπτικό ή ωφέλιμο. Οι ουσίες που βάζεις μέσα σου και στις δυο περιπτώσεις είναι δηλητηριώδεις και όπως άλλες γνωστές τοξίνες που παρέχουν απόλαυση, π.χ.τσιγάρο και αλκοόλ, είναι μακροπρόθεσμα επιβλαβείς.
Στο κυνήγι επίτευξης των υποτιθέμενων στόχων που θέτει η κοινωνία, το σχολείο, οι γονείς, τρέχουν τα παιδιά σαν τρελά, ακριβώς όπως το χάμστερ γυμνάζεται σαν τρελό μέσα στη ρόδα του κλουβιού του. Γιατί άραγε αντλεί απόλαυση κάποιος παρατηρώντας το χάμστερ να τρέχει αενάως σε μια ρόδα και μέσα σ’ένα κλουβί; Δεν το καταλαβαίνω. Τα τρελαμένα παιδιά του σήμερα, πάντως, μου θυμίζουν αυτά τα ταλαίπωρα τρωκτικά. Μπορείτε να φανταστείτε το χάμστερ να κατεβαίνει ήρεμα από τη ρόδα του και να κάθεται σε μια γωνιά να διαβάσει τον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόη σε δυο μεγάλους δερματόδετους τόμους; Αυτό κάναμε εμείς όταν ήμασταν παιδιά και ειλικρινά η απόλαυση απ’αυτή την ασχολία ήταν τεράστια. Υπήρχε και τότε τηλεόραση και μάλιστα έδειχνε πολύ καλύτερης ποιότητας σειρές και ντοκυμανταίρ. Ήταν μια τηλεόραση χωρίς ουρλιαχτά στα «παράθυρα», χωρίς βρισιές που είναι απαραίτητες σε κάθε ελληνικό σήριαλ που σέβεται τον εαυτό του, χωρίς ατέλειωτα διαλείμματα με διαφημίσεις. Ήταν μια τηλεόραση σαφώς καλύτερη από την σημερινή αλλά εμείς στην εφηβεία μας και πάλι προτιμούσαμε τον Τολστόη και τον Ντοστογιέφσκη από τη μικρή οθόνη. Ξέρω ότι και τότε τα παιδιά που διάβαζαν «εξωσχολικά βιβλία» ήταν μειοψηφία, όπως είπα και στην αρχή, αλλά ήταν μια εμφανής μειοψηφία. Τώρα αυτά τα παιδιά –στην Ελλάδα τουλάχιστον- είναι ανύπαρκτα. Αν εμφανιστεί κανένα μέσα στο πλήθος, τα υπόλοιπα θα το κοιτάξουν παράξενα σαν εξωτικό φρούτο ή σαν «φυτό». Μα ποιός να δείξει στα παιδιά του σήμερα τις χαρές του διαβάσματος; Τις χαρές των πρωτότυπων λέξεων, της καινούριας γνώσης, ποιός να τους μυήσει στην υπέροχη τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης;
Οι δάσκαλοί τους, που παρά τα πτυχία τους είναι συχνά ψυχικά ακαλλιέργητοι δημόσιοι υπάλληλοι ή απλώς εξοντωμένοι από τα πολλά ιδιαίτερα βιοπαλαιστές; Υπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις, ευτυχώς. Ελπίζουμε ότι πάντα θα επιζεί αυτό το σπάνιο είδος που ξεφυτρώνει στην τελευταία βραχονησίδα, στο πιο απομακρυσμένο χωριό των συνόρων. Το σπάνιο είδος που λέγεται φωτισμένος δάσκαλος, ορεξάτος εκπαιδευτικός και ανέκαθεν ήταν ο φάρος που έλαμπε προσφέροντας τον πλούτο του νου και της καρδιάς του στην ελληνική φυλή. Και σε κάθε φυλή, σ’όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης μπορεί να βρει κανείς τέτοιους δασκάλους μεγαλειώδεις.
Αλλά γιατί να διαβάσουν βιβλία τα σύγχρονα Ελληνόπουλα όταν έχουν στερηθεί τη γλώσσα τους; Όταν το κατασκεύασμα που μαθαίνουν πια στο σχολείο δεν είναι γλώσσα αλλά μια ξεπεσμένη διάλεκτος, ένα απομεινάρι των αρχαίων ελληνικών, ένα κουρέλι της καθαρεύουσας, ένα φάντασμα του πολυτονικού; Τίποτα δεν είναι σήμερα η γλώσσα που μαθαίνουν, η γλώσσα που διαβάζουν και στην οποία προσπαθούν να γράψουν κάποιοι συγγραφείς. Ένα έκτρωμα χωρίς καμμιά γοητεία, χωρίς χάρη, ένα τεχνητό κατασκεύασμα ανθρώπων χωρίς φαντασία που θέλουν να λέγονται φιλόλογοι κι εκπαιδευτικοί. Πώς να μη στραφούν λοιπόν στην τηλεόραση τα παιδιά, πώς να μην υιοθετήσουν την αμερικάνικη γλώσσα και τα greeklish;
Ίσως σε μερικά σχολεία να δίνεται μια ώθηση προς το διάβασμα της λογοτεχνίας. Είναι μικρή η προσπάθεια, πάντως, και ανόρεχτη. Γι’ αυτό δεν έχει και αποτέλεσμα. Λίγος Ευγένιος Τριβιζάς στο δημοτικό, λίγος Χάρρυ Πόττερ στο γυμνάσιο και εκεί σταματάμε. Τα παιδιά που συνεχίζουν σε πιο «δύσκολα» αναγνώσματα είναι δακτυλοδεικτούμενα και συνήθως προέρχονται από σπίτια με μεγάλες βιβλιοθήκες και κλειστή ή έστω χαμηλόφωνη τηλεόραση.
Υπάρχει περίπτωση να στραφούν ποτέ τα Ελληνόπουλα στο διάβασμα; Το διαδίκτυο ίσως να μην είναι και τόσο κακή ιδέα τελικά. Το διαδίκτυο είναι ένα είδος κιβωτού για καλύτερης ποιότητας αναγνώσματα. (Και χειρότερης φυσικά, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα). Στο διαδίκτυο μπορεί να βρει κανείς τα πάντα. Κι αν δεν είναι το Πόλεμος και Ειρήνη σε δυο μεγάλους δερματόδετους τόμους, δεν πειράζει. Μπορεί να έχει σωθεί από κάποιον γενναίο κάποιο άλλο αριστούργημα της λογοτεχνίας σε παλιά καλή μετάφραση. Κι αν δεν μυρίζει χαρτί και κλεισούρα η οθόνη, ούτε αυτό πειράζει. Αρκεί να φτάσουν στο μυαλό οι ωραίες λέξεις. Για να γεννήσουν ωραίες σκέψεις. Που αξίζουν όσο τίποτε άλλο στον κόσμο αυτό…
http://peopleandideas.gr
Για ποιο λόγο δεν διαβάζουν βιβλία τα σημερινά παιδιά; Ευρισκόμενα σε διαρκή παραζάλη, χωρίς έρεισμα, χωρίς στόχο, χωρίς ιδανικά άλλα πλην των σπουδών που τις επιλέγουν συνήθως με κριτήριο τον μισθό που υπόσχονται, καταφεύγουν σε φτωχιές, αποβλακωτικές αποδράσεις που παρέχουν προσωρινή και τοξική απόλαυση. Τα παιχνίδια στο κομπιούτερ, τα γραπτά μηνύματα, η τηλεόραση με τις χαζοσειρές της, είναι το αντίστοιχο του φαστ φουντ, του φαγητού που σου γεμίζει το στομάχι χωρίς να σου προσφέρει τίποτα θρεπτικό ή ωφέλιμο. Οι ουσίες που βάζεις μέσα σου και στις δυο περιπτώσεις είναι δηλητηριώδεις και όπως άλλες γνωστές τοξίνες που παρέχουν απόλαυση, π.χ.τσιγάρο και αλκοόλ, είναι μακροπρόθεσμα επιβλαβείς.
Στο κυνήγι επίτευξης των υποτιθέμενων στόχων που θέτει η κοινωνία, το σχολείο, οι γονείς, τρέχουν τα παιδιά σαν τρελά, ακριβώς όπως το χάμστερ γυμνάζεται σαν τρελό μέσα στη ρόδα του κλουβιού του. Γιατί άραγε αντλεί απόλαυση κάποιος παρατηρώντας το χάμστερ να τρέχει αενάως σε μια ρόδα και μέσα σ’ένα κλουβί; Δεν το καταλαβαίνω. Τα τρελαμένα παιδιά του σήμερα, πάντως, μου θυμίζουν αυτά τα ταλαίπωρα τρωκτικά. Μπορείτε να φανταστείτε το χάμστερ να κατεβαίνει ήρεμα από τη ρόδα του και να κάθεται σε μια γωνιά να διαβάσει τον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόη σε δυο μεγάλους δερματόδετους τόμους; Αυτό κάναμε εμείς όταν ήμασταν παιδιά και ειλικρινά η απόλαυση απ’αυτή την ασχολία ήταν τεράστια. Υπήρχε και τότε τηλεόραση και μάλιστα έδειχνε πολύ καλύτερης ποιότητας σειρές και ντοκυμανταίρ. Ήταν μια τηλεόραση χωρίς ουρλιαχτά στα «παράθυρα», χωρίς βρισιές που είναι απαραίτητες σε κάθε ελληνικό σήριαλ που σέβεται τον εαυτό του, χωρίς ατέλειωτα διαλείμματα με διαφημίσεις. Ήταν μια τηλεόραση σαφώς καλύτερη από την σημερινή αλλά εμείς στην εφηβεία μας και πάλι προτιμούσαμε τον Τολστόη και τον Ντοστογιέφσκη από τη μικρή οθόνη. Ξέρω ότι και τότε τα παιδιά που διάβαζαν «εξωσχολικά βιβλία» ήταν μειοψηφία, όπως είπα και στην αρχή, αλλά ήταν μια εμφανής μειοψηφία. Τώρα αυτά τα παιδιά –στην Ελλάδα τουλάχιστον- είναι ανύπαρκτα. Αν εμφανιστεί κανένα μέσα στο πλήθος, τα υπόλοιπα θα το κοιτάξουν παράξενα σαν εξωτικό φρούτο ή σαν «φυτό». Μα ποιός να δείξει στα παιδιά του σήμερα τις χαρές του διαβάσματος; Τις χαρές των πρωτότυπων λέξεων, της καινούριας γνώσης, ποιός να τους μυήσει στην υπέροχη τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης;
Οι δάσκαλοί τους, που παρά τα πτυχία τους είναι συχνά ψυχικά ακαλλιέργητοι δημόσιοι υπάλληλοι ή απλώς εξοντωμένοι από τα πολλά ιδιαίτερα βιοπαλαιστές; Υπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις, ευτυχώς. Ελπίζουμε ότι πάντα θα επιζεί αυτό το σπάνιο είδος που ξεφυτρώνει στην τελευταία βραχονησίδα, στο πιο απομακρυσμένο χωριό των συνόρων. Το σπάνιο είδος που λέγεται φωτισμένος δάσκαλος, ορεξάτος εκπαιδευτικός και ανέκαθεν ήταν ο φάρος που έλαμπε προσφέροντας τον πλούτο του νου και της καρδιάς του στην ελληνική φυλή. Και σε κάθε φυλή, σ’όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης μπορεί να βρει κανείς τέτοιους δασκάλους μεγαλειώδεις.
Αλλά γιατί να διαβάσουν βιβλία τα σύγχρονα Ελληνόπουλα όταν έχουν στερηθεί τη γλώσσα τους; Όταν το κατασκεύασμα που μαθαίνουν πια στο σχολείο δεν είναι γλώσσα αλλά μια ξεπεσμένη διάλεκτος, ένα απομεινάρι των αρχαίων ελληνικών, ένα κουρέλι της καθαρεύουσας, ένα φάντασμα του πολυτονικού; Τίποτα δεν είναι σήμερα η γλώσσα που μαθαίνουν, η γλώσσα που διαβάζουν και στην οποία προσπαθούν να γράψουν κάποιοι συγγραφείς. Ένα έκτρωμα χωρίς καμμιά γοητεία, χωρίς χάρη, ένα τεχνητό κατασκεύασμα ανθρώπων χωρίς φαντασία που θέλουν να λέγονται φιλόλογοι κι εκπαιδευτικοί. Πώς να μη στραφούν λοιπόν στην τηλεόραση τα παιδιά, πώς να μην υιοθετήσουν την αμερικάνικη γλώσσα και τα greeklish;
Ίσως σε μερικά σχολεία να δίνεται μια ώθηση προς το διάβασμα της λογοτεχνίας. Είναι μικρή η προσπάθεια, πάντως, και ανόρεχτη. Γι’ αυτό δεν έχει και αποτέλεσμα. Λίγος Ευγένιος Τριβιζάς στο δημοτικό, λίγος Χάρρυ Πόττερ στο γυμνάσιο και εκεί σταματάμε. Τα παιδιά που συνεχίζουν σε πιο «δύσκολα» αναγνώσματα είναι δακτυλοδεικτούμενα και συνήθως προέρχονται από σπίτια με μεγάλες βιβλιοθήκες και κλειστή ή έστω χαμηλόφωνη τηλεόραση.
Υπάρχει περίπτωση να στραφούν ποτέ τα Ελληνόπουλα στο διάβασμα; Το διαδίκτυο ίσως να μην είναι και τόσο κακή ιδέα τελικά. Το διαδίκτυο είναι ένα είδος κιβωτού για καλύτερης ποιότητας αναγνώσματα. (Και χειρότερης φυσικά, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα). Στο διαδίκτυο μπορεί να βρει κανείς τα πάντα. Κι αν δεν είναι το Πόλεμος και Ειρήνη σε δυο μεγάλους δερματόδετους τόμους, δεν πειράζει. Μπορεί να έχει σωθεί από κάποιον γενναίο κάποιο άλλο αριστούργημα της λογοτεχνίας σε παλιά καλή μετάφραση. Κι αν δεν μυρίζει χαρτί και κλεισούρα η οθόνη, ούτε αυτό πειράζει. Αρκεί να φτάσουν στο μυαλό οι ωραίες λέξεις. Για να γεννήσουν ωραίες σκέψεις. Που αξίζουν όσο τίποτε άλλο στον κόσμο αυτό…
http://peopleandideas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου